- στικτογραφία
- η, Ντεχνοτροπία που υιοθετήθηκε από τους νεοεμπρεσιονιστές και συνίσταται στην παράθεση, πάνω στην επιφάνεια τού πίνακα, μικρών κουκκίδων, στιγμάτων, καθαρού χρώματος προκειμένου να επιτευχθεί οπτική ανάμιξη αντί τής χρησιμοποίησης αναμεμιγμένων χρωμάτων, αλλ. πουαντιγισμός ή ντιβιζιονισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < στικτός + -γραφία*, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. pointillisme (βλ. λ. πουαντιγισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].
Dictionary of Greek. 2013.